- καρδιογραφία
- ηιατρ. η μέθοδος τής γραφικής παράστασης τής λειτουργίας τής καρδιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiography < cardiograph- (πρβλ. καρδιογράφος) + -y (πρβλ. -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
καρδιογραφικός — ή, ό ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καρδιογράφημα και στην καρδιογραφία. επίρρ... καρδιογραφικώς με καρδιογραφικό τρόπο, από την άποψη τής καρδιογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiographic < cardiograph (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φωνοκαρδιογραφία — η, Ν ιατρ. μέθοδος εξέτασης τής καρδιάς, που συνίσταται στην εγγραφή, υπό μορφή γραφικής παράστασης, τών καρδιακών ήχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonocardiography < φωνή + καρδιογραφία] … Dictionary of Greek